αποτοξινώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποτοξινώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτοξινώνω
- θα αποτοξινώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτοξινώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποτοξινώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποτοξίνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.