αποσυνθέσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποσυνθέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσυνθέτω
- θα αποσυνθέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσυνθέτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποσυνθέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποσύνθεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.