αποστομωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποστομωτικά < αποστομωτικός
Επίρρημα
αποστομωτικά
- με τρόπο που εξαναγκάζει κάποιον να σιωπήσει, που δεν του αφήνει περιθώριο να αντιδράσει
Μεταφράσεις
αποστομωτικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.