αποσπόντα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσπόντα < από σπόντα

Επίρρημα

αποσπόντα

  1. (για τη μπάλα / βολή σε μπιλιάρδο) που χτυπάει στη σπόντα ενός τραπεζιού μπιλιάρδου και επιστρέφει
  2. πλάγια, με υπαινιγμούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.