αποσπόντα
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
αποσπόντα
- (για τη μπάλα / βολή σε μπιλιάρδο) που χτυπάει στη σπόντα ενός τραπεζιού μπιλιάρδου και επιστρέφει
- πλάγια, με υπαινιγμούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.