αποπυρηνικοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποπυρηνικοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπυρηνικοποιώ
  2. θα αποπυρηνικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπυρηνικοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποπυρηνικοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποπυρηνικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.