αποξενώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποξενώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποξενώνω
  2. θα αποξενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποξενώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποξενώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποξένωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.