απονιτρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
απονιτρώνω
- επιχειρώ απονίτρωση, μειώνω, ή αφαιρώ νιτρικά άλατα ή νιτρώδη από κάποια ουσία ή ευρύτερο χώρο
Μεταφράσεις
απονιτρώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.