απομυθοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
απομυθοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομυθοποιώ
- θα απομυθοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομυθοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
απομυθοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απομυθοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.