αποκριάτικα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποκριάτικα < αποκριάτικος +

Επίρρημα

αποκριάτικα

  1. κατά την χρονική περίοδο της Αποκριάς
  2. με τρόπο που συνηθίζεται κατά την Αποκριά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποκριάτικα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.