αποκαλόκαιρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκαλόκαιρα < αποκαλόκαιρο + -α
Μεταφράσεις
αποκαλόκαιρα
|
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποκαλόκαιρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαλόκαιρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.