αποζημιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποζημιώνομαι | αποζημιωνόμουν(α) | θα αποζημιώνομαι | να αποζημιώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποζημιώνεσαι | αποζημιωνόσουν(α) | θα αποζημιώνεσαι | να αποζημιώνεσαι | (αποζημιώνου) | |
| γ' ενικ. | αποζημιώνεται | αποζημιωνόταν(ε) | θα αποζημιώνεται | να αποζημιώνεται | ||
| α' πληθ. | αποζημιωνόμαστε | αποζημιωνόμαστε αποζημιωνόμασταν |
θα αποζημιωνόμαστε | να αποζημιωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποζημιώνεστε | αποζημιωνόσαστε αποζημιωνόσασταν |
θα αποζημιώνεστε | να αποζημιώνεστε | (αποζημιώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποζημιώνονται | αποζημιώνονταν αποζημιωνόντουσαν |
θα αποζημιώνονται | να αποζημιώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποζημιώθηκα | θα αποζημιωθώ | να αποζημιωθώ | αποζημιωθεί | ||
| β' ενικ. | αποζημιώθηκες | θα αποζημιωθείς | να αποζημιωθείς | αποζημιώσου | ||
| γ' ενικ. | αποζημιώθηκε | θα αποζημιωθεί | να αποζημιωθεί | |||
| α' πληθ. | αποζημιωθήκαμε | θα αποζημιωθούμε | να αποζημιωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποζημιωθήκατε | θα αποζημιωθείτε | να αποζημιωθείτε | αποζημιωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποζημιώθηκαν αποζημιωθήκαν(ε) |
θα αποζημιωθούν(ε) | να αποζημιωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποζημιωθεί | είχα αποζημιωθεί | θα έχω αποζημιωθεί | να έχω αποζημιωθεί | αποζημιωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποζημιωθεί | είχες αποζημιωθεί | θα έχεις αποζημιωθεί | να έχεις αποζημιωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποζημιωθεί | είχε αποζημιωθεί | θα έχει αποζημιωθεί | να έχει αποζημιωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποζημιωθεί | είχαμε αποζημιωθεί | θα έχουμε αποζημιωθεί | να έχουμε αποζημιωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποζημιωθεί | είχατε αποζημιωθεί | θα έχετε αποζημιωθεί | να έχετε αποζημιωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποζημιωθεί | είχαν αποζημιωθεί | θα έχουν αποζημιωθεί | να έχουν αποζημιωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.