απογοητεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απογοητεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογοητεύω
  2. θα απογοητεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογοητεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απογοητεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απογοήτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.