απογειώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απογειώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογειώνω
  2. θα απογειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογειώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απογειώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απογείωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.