απλουστεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απλουστεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απλουστεύω
  2. θα απλουστεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απλουστεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απλουστεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απλούστευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.