απεντομωτικό

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική απεντομωτικό απεντομωτικά
γενική απεντομωτικού απεντομωτικών
αιτιατική απεντομωτικό απεντομωτικά
κλητική απεντομωτικό απεντομωτικά

Ουσιαστικό

το απεντομωτικό (el) ουδέτερο, ενικός
τα απεντομωτικά (el) πληθυντικός
προτιμάται ο ενικός
ο πληθυντικός χρησιμοποιείται για διαφορετικά χημικά κοκτέιλ

  • εντομοκτόνο χημικό σε υγρή, αέρια ή στερεά μορφή (πχ. εντομοκτόνα νεφορανίδια/σπρέι)
    καρκινογόνο μιτοχονδριοκτόνο


Κλιτή μορφή επιθέτου

βλ. απεντομωτικός

  • πχ. απεντομωτική φιάλη (ορθότερα: φιάλη απεντόμωσης)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.