απεμπλέκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απεμπλέκω < ἀπεμπλέκω, ρήμα της καθαρεύουσας για να αποδώσει το disengage < ἀπό και ἐμπλέκω

Ρήμα

απεμπλέκω, πρτ.: απενέπλεκα & απέμπλεκα, στ.μέλλ.: θα απεμπλέξω, αόρ.: απενέπλεξα & απέμπλεξα, παθ.φωνή: απεμπλέκομαι

  • αποσύρω απο κάπου τις δυνάμεις μου ώστε να μην έχω πλέον άλλη εμπλοκή στην υπόθεση (επιχείρηση, πόλεμο κ.λπ.)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.