απελευθερώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απελευθερώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απελευθερώνω
  2. θα απελευθερώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απελευθερώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απελευθερώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απελευθέρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.