απαξιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαξιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαξιῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπαξιόω.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε απ- + αξιώ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pa.ksiˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαξιώ

Ρήμα

απαξιώ, -οίς, -οί, ..., αόρ.: απαξίωσα (χωρίς παθητική φωνή) για άλλους χρόνους  δείτε τη λέξη απαξιώνω

  • (λόγιο ή ειρωνικό, + να) απαξιώνω στη σημασία: δεν καταδέχομαι (να)
    απαξιώ να σου απαντήσω
    Αν και πέρασαν δύο 24ωρα, εσείς απαξιούτε να σχολιάσετε τις δηλώσεις του βουλευτή σας.

Συγγενικά

Κλίση

  • Η αρχαίες καταλήξεις του ρήματος σε -όω, μας δίνουν -ώ, -οίς, -οί, -ούμε, -οίτε/-ούτε, -ούν.
  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.