αξιοζήλευτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αξιοζήλευτα < αξιοζήλευτος + -α
Μεταφράσεις
αξιοζήλευτα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αξιοζήλευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξιοζήλευτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.