ανοσιουργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανοσιουργώ < αρχαία ελληνική ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ < ἀνοσιουργός < ἀνόσιος + ἔργον
Συγγενικά
- ανοσιούργημα
- ανοσιουργία
- → δείτε τις λέξεις ανόσιος και έργο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανοσιουργώ | ανοσιουργούσα | θα ανοσιουργώ | να ανοσιουργώ | ανοσιουργώντας | |
| β' ενικ. | ανοσιουργείς | ανοσιουργούσες | θα ανοσιουργείς | να ανοσιουργείς | (ανοσιούργει) | |
| γ' ενικ. | ανοσιουργεί | ανοσιουργούσε | θα ανοσιουργεί | να ανοσιουργεί | ||
| α' πληθ. | ανοσιουργούμε | ανοσιουργούσαμε | θα ανοσιουργούμε | να ανοσιουργούμε | ||
| β' πληθ. | ανοσιουργείτε | ανοσιουργούσατε | θα ανοσιουργείτε | να ανοσιουργείτε | ανοσιουργείτε | |
| γ' πληθ. | ανοσιουργούν(ε) | ανοσιουργούσαν(ε) | θα ανοσιουργούν(ε) | να ανοσιουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανοσιούργησα | θα ανοσιουργήσω | να ανοσιουργήσω | ανοσιουργήσει | ||
| β' ενικ. | ανοσιούργησες | θα ανοσιουργήσεις | να ανοσιουργήσεις | ανοσιούργησε | ||
| γ' ενικ. | ανοσιούργησε | θα ανοσιουργήσει | να ανοσιουργήσει | |||
| α' πληθ. | ανοσιουργήσαμε | θα ανοσιουργήσουμε | να ανοσιουργήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανοσιουργήσατε | θα ανοσιουργήσετε | να ανοσιουργήσετε | ανοσιουργήστε | ||
| γ' πληθ. | ανοσιούργησαν ανοσιουργήσαν(ε) |
θα ανοσιουργήσουν(ε) | να ανοσιουργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανοσιουργήσει | είχα ανοσιουργήσει | θα έχω ανοσιουργήσει | να έχω ανοσιουργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανοσιουργήσει | είχες ανοσιουργήσει | θα έχεις ανοσιουργήσει | να έχεις ανοσιουργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανοσιουργήσει | είχε ανοσιουργήσει | θα έχει ανοσιουργήσει | να έχει ανοσιουργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανοσιουργήσει | είχαμε ανοσιουργήσει | θα έχουμε ανοσιουργήσει | να έχουμε ανοσιουργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανοσιουργήσει | είχατε ανοσιουργήσει | θα έχετε ανοσιουργήσει | να έχετε ανοσιουργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανοσιουργήσει | είχαν ανοσιουργήσει | θα έχουν ανοσιουργήσει | να έχουν ανοσιουργήσει |
| |
Μεταφράσεις
ανοσιουργώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.