ανισο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανισο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνισο- < αρχαία ελληνική ἄνισο(ς) < ἴσος. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ισο-
Πρόθημα
ανισο-, ανισό-, & ανισ- πριν από φωνήεντα
- πρώτο συνθετικό που προσδίδει στη σύνθετη λέξη την έννοια της ανισότητας, της ανομοιότητας ή της διαφορετικότητας
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανισο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανισό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανισ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- ανισο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανισο- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.