αναστρέψιμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αναστρέψιμα < αναστρέψιμος
Επίρρημα
αναστρέψιμα
- για κάτι που γίνεται με τρόπο αναστρέψιμο, που μπορεί να αναστραφεί, που μπορεί να αλλάξει (σπάνια χρήση)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αναστρέψιμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.