ανασταλτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανασταλτικά < ανασταλτικός + -ά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αναστέλλω
Μεταφράσεις
ανασταλτικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανασταλτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανασταλτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.