αναπυροδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- αναπυροδότηση
- αναπυροδοτούμενος
- → δείτε τις λέξεις ανά, πυροδοτώ, πυρ και δίνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναπυροδοτώ | αναπυροδοτούσα | θα αναπυροδοτώ | να αναπυροδοτώ | αναπυροδοτώντας | |
| β' ενικ. | αναπυροδοτείς | αναπυροδοτούσες | θα αναπυροδοτείς | να αναπυροδοτείς | (αναπυροδότει) | |
| γ' ενικ. | αναπυροδοτεί | αναπυροδοτούσε | θα αναπυροδοτεί | να αναπυροδοτεί | ||
| α' πληθ. | αναπυροδοτούμε | αναπυροδοτούσαμε | θα αναπυροδοτούμε | να αναπυροδοτούμε | ||
| β' πληθ. | αναπυροδοτείτε | αναπυροδοτούσατε | θα αναπυροδοτείτε | να αναπυροδοτείτε | αναπυροδοτείτε | |
| γ' πληθ. | αναπυροδοτούν(ε) | αναπυροδοτούσαν(ε) | θα αναπυροδοτούν(ε) | να αναπυροδοτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναπυροδότησα | θα αναπυροδοτήσω | να αναπυροδοτήσω | αναπυροδοτήσει | ||
| β' ενικ. | αναπυροδότησες | θα αναπυροδοτήσεις | να αναπυροδοτήσεις | αναπυροδότησε | ||
| γ' ενικ. | αναπυροδότησε | θα αναπυροδοτήσει | να αναπυροδοτήσει | |||
| α' πληθ. | αναπυροδοτήσαμε | θα αναπυροδοτήσουμε | να αναπυροδοτήσουμε | |||
| β' πληθ. | αναπυροδοτήσατε | θα αναπυροδοτήσετε | να αναπυροδοτήσετε | αναπυροδοτήστε | ||
| γ' πληθ. | αναπυροδότησαν αναπυροδοτήσαν(ε) |
θα αναπυροδοτήσουν(ε) | να αναπυροδοτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναπυροδοτήσει | είχα αναπυροδοτήσει | θα έχω αναπυροδοτήσει | να έχω αναπυροδοτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναπυροδοτήσει | είχες αναπυροδοτήσει | θα έχεις αναπυροδοτήσει | να έχεις αναπυροδοτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναπυροδοτήσει | είχε αναπυροδοτήσει | θα έχει αναπυροδοτήσει | να έχει αναπυροδοτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναπυροδοτήσει | είχαμε αναπυροδοτήσει | θα έχουμε αναπυροδοτήσει | να έχουμε αναπυροδοτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναπυροδοτήσει | είχατε αναπυροδοτήσει | θα έχετε αναπυροδοτήσει | να έχετε αναπυροδοτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναπυροδοτήσει | είχαν αναπυροδοτήσει | θα έχουν αναπυροδοτήσει | να έχουν αναπυροδοτήσει |
| |
Μεταφράσεις
αναπυροδοτώ
|
|
Πηγές
- αναπυροδοτώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.