αναπαλαιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αναπαλαιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπαλαιώνω
- θα αναπαλαιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπαλαιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αναπαλαιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναπαλαίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.