αναμείξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αναμείξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμειγνύω
  2. θα αναμείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμειγνύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αναμείξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάμειξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.