ανακράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακράζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνακράζω. Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + κράζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈkɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κρά‐ζω
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
ανακράζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.