ανακλάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ανακλάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακλώ
  2. θα ανακλάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ανακλάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάκλαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.