αναδιφήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αναδιφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναδιφώ
  2. θα αναδιφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναδιφώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αναδιφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναδίφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.