αναγορεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αναγορεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγορεύω
  2. θα αναγορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγορεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αναγορεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναγόρευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.