αναγομώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αναγομώσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αναγομώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναγόμωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.