αναγομώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αναγομώνω
- ξαναγεμίζω πυρομαχικά με εκρηκτικό υλικό
- ξαναπροσθέτω κατάλληλο χημικό στα ελαστικά, ώστε να αποκτήσει πάλι ιδιότητες που έχει χάσει λόγω πολυκαιρίας
- γεμίζω πυροσβεστήρα με νέο, ενεργό υλικό
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναγομώνω | αναγόμωνα | θα αναγομώνω | να αναγομώνω | αναγομώνοντας | |
| β' ενικ. | αναγομώνεις | αναγόμωνες | θα αναγομώνεις | να αναγομώνεις | αναγόμωνε | |
| γ' ενικ. | αναγομώνει | αναγόμωνε | θα αναγομώνει | να αναγομώνει | ||
| α' πληθ. | αναγομώνουμε | αναγομώναμε | θα αναγομώνουμε | να αναγομώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναγομώνετε | αναγομώνατε | θα αναγομώνετε | να αναγομώνετε | αναγομώνετε | |
| γ' πληθ. | αναγομώνουν(ε) | αναγόμωναν αναγομώναν(ε) |
θα αναγομώνουν(ε) | να αναγομώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναγόμωσα | θα αναγομώσω | να αναγομώσω | αναγομώσει | ||
| β' ενικ. | αναγόμωσες | θα αναγομώσεις | να αναγομώσεις | αναγόμωσε | ||
| γ' ενικ. | αναγόμωσε | θα αναγομώσει | να αναγομώσει | |||
| α' πληθ. | αναγομώσαμε | θα αναγομώσουμε | να αναγομώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναγομώσατε | θα αναγομώσετε | να αναγομώσετε | αναγομώστε | ||
| γ' πληθ. | αναγόμωσαν αναγομώσαν(ε) |
θα αναγομώσουν(ε) | να αναγομώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναγομώσει | είχα αναγομώσει | θα έχω αναγομώσει | να έχω αναγομώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναγομώσει | είχες αναγομώσει | θα έχεις αναγομώσει | να έχεις αναγομώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναγομώσει | είχε αναγομώσει | θα έχει αναγομώσει | να έχει αναγομώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναγομώσει | είχαμε αναγομώσει | θα έχουμε αναγομώσει | να έχουμε αναγομώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναγομώσει | είχατε αναγομώσει | θα έχετε αναγομώσει | να έχετε αναγομώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναγομώσει | είχαν αναγομώσει | θα έχουν αναγομώσει | να έχουν αναγομώσει |
| |
Μεταφράσεις
αναγομώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.