αναβαθμίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αναβαθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναβαθμίζω
- θα αναβαθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναβαθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αναβαθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναβάθμιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.