αμόκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμόκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική amok < μαλαϊκά amuk (ο ευρισκόμενος σε κατάσταση μανίας) ή το επίσης μαλαϊκό mengamuk

Ουσιαστικό

αμόκ ουδέτερο άκλιτο

  1. επεισόδιο που περιλαμβάνει διχαστική και ετεροκαταστροφική συμπεριφορά
  2. (μεταφορικά) το χάσιμο του ελέγχου, η μανιακή συμπεριφορά
    Η υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε κατάσταση αμόκ όταν σκότωσε τους δύο ανθρώπους.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.