αμνημόνευτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αμνημόνευτα < αμνημόνευτος + -α
Πηγές
- αμνημόνευτα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμνημόνευτα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
αμνημόνευτα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αμνημόνευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμνημόνευτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.