αμαντάλωτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αμαντάλωτα < αμαντάλωτος + -α
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάνταλο
Μεταφράσεις
αμαντάλωτα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμαντάλωτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.