αλιγάτορας
Νέα ελληνικά (el)

δύο αλιγάτορες της Φλόριντα
Ετυμολογία
- αλιγάτορας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αλιγάτορας αρσενικό και αλλιγάτορας
- (ερπετό) τετράποδο ερπετό, συγγενές με τους κροκόδειλους, με μεγάλη ουρά και μακρύ ρύγχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.