αλλιγάτορας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλλιγάτορας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αλλιγάτορας αρσενικό

 δείτε τη λέξη αλιγάτορας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.