ακρωτηριάσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ακρωτηριάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακρωτηριάζω
- θα ακρωτηριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακρωτηριάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ακρωτηριάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακρωτηρίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.