αιχμαλωτίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αιχμαλωτίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω
  2. θα αιχμαλωτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιχμαλωτίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αιχμαλωτίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιχμαλώτιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.