αιχμαλωτίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αιχμαλωτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω
- θα αιχμαλωτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιχμαλωτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αιχμαλωτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιχμαλώτιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.