αισχροκερδώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αισχροκερδώ < αρχαία ελληνική αἰσχροκερδέω, -ῶ < αἰσχρός + κέρδος
Ρήμα
αισχροκερδώ, πρτ.: αισχροκερδούσα, στ.μέλλ.: θα αισχροκερδήσω, αόρ.: αισχροκέρδησα
- επιδιώκω να αποκτήσω οικονομικό όφελος από εμπορικές συναλλαγές με τρόπο ανέντιμο, π.χ. τιμολογώντας υπερβολικά υψηλά τα προϊόντα που πουλάω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αισχροκερδώ | αισχροκερδούσα | θα αισχροκερδώ | να αισχροκερδώ | αισχροκερδώντας | |
| β' ενικ. | αισχροκερδείς | αισχροκερδούσες | θα αισχροκερδείς | να αισχροκερδείς | (αισχροκέρδει) | |
| γ' ενικ. | αισχροκερδεί | αισχροκερδούσε | θα αισχροκερδεί | να αισχροκερδεί | ||
| α' πληθ. | αισχροκερδούμε | αισχροκερδούσαμε | θα αισχροκερδούμε | να αισχροκερδούμε | ||
| β' πληθ. | αισχροκερδείτε | αισχροκερδούσατε | θα αισχροκερδείτε | να αισχροκερδείτε | αισχροκερδείτε | |
| γ' πληθ. | αισχροκερδούν(ε) | αισχροκερδούσαν(ε) | θα αισχροκερδούν(ε) | να αισχροκερδούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αισχροκέρδησα | θα αισχροκερδήσω | να αισχροκερδήσω | αισχροκερδήσει | ||
| β' ενικ. | αισχροκέρδησες | θα αισχροκερδήσεις | να αισχροκερδήσεις | αισχροκέρδησε | ||
| γ' ενικ. | αισχροκέρδησε | θα αισχροκερδήσει | να αισχροκερδήσει | |||
| α' πληθ. | αισχροκερδήσαμε | θα αισχροκερδήσουμε | να αισχροκερδήσουμε | |||
| β' πληθ. | αισχροκερδήσατε | θα αισχροκερδήσετε | να αισχροκερδήσετε | αισχροκερδήστε | ||
| γ' πληθ. | αισχροκέρδησαν αισχροκερδήσαν(ε) |
θα αισχροκερδήσουν(ε) | να αισχροκερδήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αισχροκερδήσει | είχα αισχροκερδήσει | θα έχω αισχροκερδήσει | να έχω αισχροκερδήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αισχροκερδήσει | είχες αισχροκερδήσει | θα έχεις αισχροκερδήσει | να έχεις αισχροκερδήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αισχροκερδήσει | είχε αισχροκερδήσει | θα έχει αισχροκερδήσει | να έχει αισχροκερδήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αισχροκερδήσει | είχαμε αισχροκερδήσει | θα έχουμε αισχροκερδήσει | να έχουμε αισχροκερδήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αισχροκερδήσει | είχατε αισχροκερδήσει | θα έχετε αισχροκερδήσει | να έχετε αισχροκερδήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αισχροκερδήσει | είχαν αισχροκερδήσει | θα έχουν αισχροκερδήσει | να έχουν αισχροκερδήσει |
| |
Μεταφράσεις
αισχροκερδώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.