αινιγματικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αινιγματικά
<
αινιγματικός
Επίρρημα
αινιγματικά
με
αινιγματικό
τρόπο
Μεταφράσεις
αινιγματικά
γαλλικά
:
énigmatiquement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αινιγματικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αινιγματικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.