αιθριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αιθριάζω < αρχαία ελληνική αἰθριάζω < αἴθριος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αίθριος
Σημειώσεις
- συνήθως στο γ' ενικό
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αιθριάζω | αιθρίαζα | θα αιθριάζω | να αιθριάζω | αιθριάζοντας | |
| β' ενικ. | αιθριάζεις | αιθρίαζες | θα αιθριάζεις | να αιθριάζεις | αιθρίαζε | |
| γ' ενικ. | αιθριάζει | αιθρίαζε | θα αιθριάζει | να αιθριάζει | ||
| α' πληθ. | αιθριάζουμε | αιθριάζαμε | θα αιθριάζουμε | να αιθριάζουμε | ||
| β' πληθ. | αιθριάζετε | αιθριάζατε | θα αιθριάζετε | να αιθριάζετε | αιθριάζετε | |
| γ' πληθ. | αιθριάζουν(ε) | αιθρίαζαν αιθριάζαν(ε) |
θα αιθριάζουν(ε) | να αιθριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αιθρίασα | θα αιθριάσω | να αιθριάσω | αιθριάσει | ||
| β' ενικ. | αιθρίασες | θα αιθριάσεις | να αιθριάσεις | αιθρίασε | ||
| γ' ενικ. | αιθρίασε | θα αιθριάσει | να αιθριάσει | |||
| α' πληθ. | αιθριάσαμε | θα αιθριάσουμε | να αιθριάσουμε | |||
| β' πληθ. | αιθριάσατε | θα αιθριάσετε | να αιθριάσετε | αιθριάστε | ||
| γ' πληθ. | αιθρίασαν αιθριάσαν(ε) |
θα αιθριάσουν(ε) | να αιθριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αιθριάσει | είχα αιθριάσει | θα έχω αιθριάσει | να έχω αιθριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αιθριάσει | είχες αιθριάσει | θα έχεις αιθριάσει | να έχεις αιθριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αιθριάσει | είχε αιθριάσει | θα έχει αιθριάσει | να έχει αιθριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αιθριάσει | είχαμε αιθριάσει | θα έχουμε αιθριάσει | να έχουμε αιθριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αιθριάσει | είχατε αιθριάσει | θα έχετε αιθριάσει | να έχετε αιθριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αιθριάσει | είχαν αιθριάσει | θα έχουν αιθριάσει | να έχουν αιθριάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.