αιθριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αιθριάζω < αρχαία ελληνική αἰθριάζω < αἴθριος

Ρήμα

αιθριάζω

  1. είμαι ή γίνομαι αίθριος
  2. (μεταφορικά) ησυχάζω, γαληνεύω

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • συνήθως στο γ' ενικό

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.