αθρόα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αθρόα
<
αθρόος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αθρόα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
αθρόος
Επίρρημα
αθρόα
σε μεγάλες ποσότητες
Μεταφράσεις
αθρόα
γαλλικά
:
massivement
(fr)
ισπανικά
:
masivamente
(es)
πολωνικά
:
masowo
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.