αθεώρητα

Νέα ελληνικά (el)

Επίρρημα

αθεώρητα και αθεωρήτως

  1. χωρίς θεώρηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αθεώρητα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αθεώρητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.