αδρανοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αδρανοποιώ < αδράνεια + ποιώ (φτιάχνω, δημιουργώ)

Ρήμα

αδρανοποιώ (παθητική φωνή: αδρανοποιούμαι, μτχ.π.π.: αδρανοποιημένος)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.