αδρανοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αδρανοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδρανοποιώ
  2. θα αδρανοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδρανοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αδρανοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αδρανοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.