αδερφό

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ðeɾˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδερφό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αδερφό αρσενικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αδερφό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού του αδερφός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (αδερφό) του αδερφός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.