αγλαΐζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣlaˈi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γλα‐ΐ‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
αγλαΐζομαι, π.αόρ.: αγλαΐστηκα, μτχ.π.π.: αγλαϊσμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αγλαΐζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.