αγκυροβολήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αγκυροβολήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγκυροβολώ
  2. θα αγκυροβολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγκυροβολώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αγκυροβολήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγκυροβόληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.